Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόabbaiatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [abbajaˈtura] 1 αλύχτημα 2 βάβισμα 3 γάβγισμα 4 υλακή 5 αλύχτισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |