Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abbacchiatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [abbakkjaˈtura]

1 ρίξιμο κάτω με χτύπημα
2 ράβδισμα των δέντρων για συλλογή καρπών
3 ράβδισμα
4 εποχή συλλογής καρπών από τα δέντρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abbacchiato abbacchio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abaton (ουσ αρσ )
abazia (θηλ.ουσ)
abbacchiare (ρ. μτβ.)
abbacchiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbacchiato (επίθ.)
abbacchiatura (θηλ.ουσ)
abbacchio (ουσ αρσ )
abbachista (ουσ αρσ και θηλ.)
abbacinamento (ουσ αρσ )
abbacinare (ρ. μτβ.)
abbacinato (επίθ.)
abbacinatore (ουσ αρσ )
abbaco (ουσ αρσ )
abbacone (ουσ αρσ )
abbadare (ρ.αμτβ.)
abbadessa (θηλ.ουσ)
abbagliamento (ουσ αρσ )
abbagliante (ουσ αρσ )
abbagliante (επίθ.)
abbagliare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---