ItalianoGreco


abbacinatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [abbaʧinaˈtore]

1 εκθαμβωτικός
2 εκτυφλωτικός
3 αυτός που θαμπώνει ή τυφλώνει με τη λάμψη του


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---