Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


àbaton  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈabaton]

1 άδυτο
2 άβατο αρχαίου Ελληνικού ναού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abat–jour abazia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

a (πρόθ.)
abacà, abaca (θηλ.ουσ)
abaco (ουσ αρσ )
abate (ουσ αρσ )
abat–jour (ουσ αρσ και θηλ.)
abaton (ουσ αρσ )
abazia (θηλ.ουσ)
abbacchiare (ρ. μτβ.)
abbacchiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbacchiato (επίθ.)
abbacchiatura (θηλ.ουσ)
abbacchio (ουσ αρσ )
abbachista (ουσ αρσ και θηλ.)
abbacinamento (ουσ αρσ )
abbacinare (ρ. μτβ.)
abbacinato (επίθ.)
abbacinatore (ουσ αρσ )
abbaco (ουσ αρσ )
abbacone (ουσ αρσ )
abbadare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---