Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόàbaton
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈabaton] 1 άδυτο 2 άβατο αρχαίου Ελληνικού ναού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |