Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόabàte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [aˈbate] 1 αβάς 2 ιερέας ή μοναχός δόκιμος 3 ηγούμενος 4 κληρικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |