Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

δουλικώτερος [επίθ.] δράκαινα {δύσχρ. δρ...
δουλίτσα {χωρ. πληθ... δράκισσα [θηλ.ουσ]
δουλοκτήτης [ουσ αρσ ] δράκοντας {δρακόντων...
δουλοπαροικία {δουλοπαρο... δρακόντειος [επίθ.]
δουλοπάροικος [ουσ αρσ ] δρακόντισσα [θηλ.ουσ]
δουλοπρέπεια [θηλ.ουσ] δράκος [ουσ αρσ ]
δουλοπρεπέστατος [επίθ.] δράμα {δράμ-ατος...
δουλοπρεπέστερος [επίθ.] δραματική [θηλ.ουσ]
δουλοπρεπής {δουλοπρεπ... δραματικός [επίθ.]
δουλοπρεπής {δουλοπρεπ... δραματικότης [θηλ.ουσ]
δουλόπρεπος [επίθ.] δραματικότητα [θηλ.ουσ]
δουλοπρεπώς [επίρ.] δραματογράφος [ουσ αρσ και θηλ.]
δούλος [ουσ αρσ ] δραματολόγιο {δραματολο...
δουλοσύνη {χωρ. πληθ... δραματοποιημένος [επίθ.]
δουλοφροσύνη [θηλ.ουσ] δραματοποίηση [-εις]
δουλόφρων {δουλόφρ-ο... δραματοποίησις [θηλ.ουσ]
Δουλτσινέα [θηλ.ουσ] δραματοποιώ {δραματοπο...
δούναι [ουσ ουδ.] δραματουργία {δραματουρ...
δούρειος [επίθ.] δραματουργός [ουσ αρσ και θηλ.]
δοχείο [ουσ ουδ.] δράμι {δραμ-ιού ...
δραγομάνος [ουσ αρσ ] δραξιά [θηλ.ουσ]
δραγουμάνος [ουσ αρσ ] δράπανο {δραπάν-ου...
δραγώνος [ουσ αρσ ] δραπέτευση [-εις]
δράζω aor άδραξα... δραπετεύω {δραπέτευσ...
δράκα [θηλ.ουσ] δραπέτης {δραπετών}

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: