Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

δινιτροφαινόλη [θηλ.ουσ] διομολογημένος [επίθ.]
δίνομαι Ρ αόρ. έδω... διομολογήσεις [θηλ. ουσ πληθ.]
δίνω {έδωσα (σπ... Διονύσης [ουσ αρσ ]
διό [επίρ.] διονυσιακός [επίθ.]
διογκούμαι [ρ. παθ.] διονυσιασμός [ουσ αρσ ]
διογκωμένος [επίθ.] διονυσιαστής [ουσ αρσ ]
διογκώνομαι [ρ. παθ.] Διόνυσος {Διονύσου}
διογκώνω {διόγκ-ωσα... διοξείδιο [ουσ ουδ.]
διόγκωση {-ης κ. -ώ... διοξίνη {διοξινών}
διόγκωσις [θηλ.ουσ] διόπτευση [θηλ.ουσ]
διόδια {διοδίων} διόπτρα {διόπτρων}
διόδιο [ουσ ουδ.] διόπτρες [θηλ. ουσ πληθ.]
δίοδος {διόδ-ου |... διοπτρικός [επίθ.]
διοικημένος [επίθ.] διοπτροφόρος [επίθ.]
διοίκηση {-ης κ. -ή... διόραμα [ουσ ουδ.]
διοικητήριο {διοικητήρ... διόραση {-ης κ. -ά...
διοικητής {-ή κ. -ού... διόρασις [θηλ.ουσ]
διοικητικός [επίθ.] διορατικά [επίρ.]
διοικήτρια {διοικητρι... διορατικός [επίθ.]
διοικώ {διοικείς.... διορατικότητα {χωρ. πληθ...
διοικών [επίθ.] διοργανωμένος [επίθ.]
διολισθαίνω {διολίσθησ... διοργανώνω {διοργάνω-...
διολίσθηση {-ης κ. -ή... διοργάνωση {-ης κ. -ώ...
διολίσθησις [θηλ.ουσ] διοργανωτής {διοργανωτ...
διόλου [επίρ.] διοργανωτικός [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: