Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διογκωμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [διογκώνω]
2 espa`nso
3 go`nfio
4 tumesce`nte
5 tu`mido

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διογκούμαι διογκώνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---