Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δίδω
ρήμα μεταβατικό

lo stesso che [δύνω]

δίνομαι
ρήμα παθητικό

1 darsi
2 rivo`lgersi

δίνω  
ρήμα μεταβατικό

1 dare δώσε μου λίγο νερό, σε παρακαλώ==dammi un po’ d'acqua, per favore!
2 conce`dere του έδωσε το χέρι της κόρης του==gli ha concesso la mano della figlia | δίνω σε κάποιον την ελευθερία του==concedere la libertà a qualcuno
3 ve`ndere πολύ ακριβά το δίνουν το κρέας==la vendono troppo cara, la carne
4 dare; provoca`re δίνω χαρά==dare gioia
5 re`ndere; frutta`re δε μου δίνει και πολλά αυτή δουλειά==non mi rende molto questo lavoro
6 percosse dare, tira`re, sferra`re του έδωσε μια κλοτσιά==gli ha tirato un calcio | δίνω χαστούκι==dare uno schiaffo | δίνω σφαλιάρα==dare un ceffone
7 presta`re δίνω σημασία==prestar attenzione+++δίνε του!==levati di torno!, togliti dai piedi!, sparisci!, smamma!, vattene! | του 'δωσε τα παπούτσια στο χέρι==gli ha dato il benservito, l'ha messo alla porta | δίνω πίσω==restituire, rendere | δίνω σε κάποιον να καταλάβει ότι…==far capire a qualcuno che… | του 'δωσε και κατάλαβε==gli ha dato una bella lezione || a più non posso | δίνω μάχη==battersi per qualcosa | ο Θεός να δώσει==che Dio lo voglia! | μου δίνει στα νεύρα==mi dà sui nervi | δίνω λόγο==dar ragione | δίνω λογαριασμό==dar conto | μου τη δίνει==mi rompe||mi piace molto | και δώσ' του…==e giù a…

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δίδυμος διεγείρομαι  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


δίνω λαβή για σχόλια = dare adito a pettegolezzi || δίνω κάτι σε κανένα = dare qualcosa a qualcuno || δίνω στα νεύρα κάποιου = dare sui nervi a qualcuno || δίνω πολύ ξύλο = dare un sacco di botte || δίνω ραντεβού = darsi appuntamento || δίνω σημασία σε = fare caso || δεν δίνω φράγκο = non me ne importa nulla || δίνω από το υστέρημά μου = togliersi il pane di bocca


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---