Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιογκώνομαι
ρήμα παθητικό 1 ingrandi`rsi; aumenta`re διογκώθηκε το δημόσιο χρέος==il debito pubblico è aumentato 2 medicina ingrossa`rsi; gonfia`rsi διογκώνω ρήμα μεταβατικό 1 gonfia`re; aumenta`re διόγκωσαν τα έξοδα της εταιρείας==hanno gonfiato le spese della società 2 ((figurato)) gonfia`re; esagera`re; ingiganti`re; ingrandi`re οι εφημερίδες διόγκωσαν το σκάνδαλο==i giornali hanno gonfiato lo scandalo | διόγκωσαν τη σημασία του γεγονότος==hanno ingrandito 1'importanza del fatto permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |