Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διόγκωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 il gonfia`re
2 medicina ingrossame`nto ~m~; tumefazio`ne ~f~; tumesce`nza ~f~; gonfio`re ~m~

διόγκωσις
ουσιαστικό θηλυκό

variante letteraria di [διόγκωση ^-ης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διογκώνω διόδια  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---