Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διολίσθηση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 slittame`nto ~m~
2 ((figurato)) slittame`nto ~m~ διολίσθηση της δραχμής==slittamento della dracma

διολίσθησις
ουσιαστικό θηλυκό

variante letteraria di [διολίσθηση ^-ης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διολισθαίνω διόλου  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---