Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιοικητής
ουσιαστικό αρσενικό 1 amministrato`re ~m~; diretto`re ~m~ διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος==governatore della Banca di Grecia 2 militare comanda`nte ~m~ διοικήτρια ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [διοικητής ^-ής, ο^] 2 amministratri`ce ~f~; direttri`ce ~f~ 3 militare comanda`nte ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |