Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διόπτρα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 bino`colo ~m~ τυφέκιο με διόπτρα σκοπεύσεως==fucile a can(n)occhiale
2 ((scherzoso)) occhiali ~mp~

διόπτρες  
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός

1 bino`colo ~m~
2 occhia`li ~mp~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διόπτευση διοπτρικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---