Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιόπτρα
ουσιαστικό θηλυκό 1 bino`colo ~m~ τυφέκιο με διόπτρα σκοπεύσεως==fucile a can(n)occhiale 2 ((scherzoso)) occhiali ~mp~ διόπτρες ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός 1 bino`colo ~m~ 2 occhia`li ~mp~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |