Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιόραση
ουσιαστικό θηλυκό perspica`cia ~f~; intu`ito ~m~ διόρασις ουσιαστικό θηλυκό variante letteraria di [διόραση ^-ης, η^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |