Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιοργανωτής
ουσιαστικό αρσενικό organizzato`re ~m~ διοργανώτρια ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [διοργανωτής ^-ής, ο^] 2 organizzatri`ce ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |