Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διορία  
ουσιαστικό θηλυκό

te`rmine ~m~ di tempo; scade`nza ~f~ μου έδωσαν ένα μήνα διορία==mi hanno dato un mese di tempo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διορθώτρια διορίζομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---