Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διορίζομαι
ρήμα παθητικό

e`ssere nomina`to di ruo`lo; e`ssere assu`nto in pia`nta sta`bile

διορίζω  
ρήμα μεταβατικό

1 assegna`re un inca`rico; incarica`re; nomina`re; designa`re σε διορίζω αντικαταστάτη μού==ti nomino mio sostituto
2 burocrazia nomina`re; assu`mere in pia`nta sta`bile; passa`re di ruo`lo τον διόρισαν διευθυντή σπουδών==l'hanno nominato direttore didattico

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διορία διορισθείς  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---