Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διούρηση  
ουσιαστικό θηλυκό

fisiologia diuresi

διούρησις
ουσιαστικό θηλυκό

variante letteraria di [διούρηση ^-ης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διότι διουρητικό  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---