Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διοχετεύω  
ρήμα μεταβατικό

1 convoglia`re; incanala`re διοχετεύω τα νερά του ποταμού σε μια λίμνη==convogliare le acque del fiume in un lago
2 ((figurato)) convoglia`re; far conve`rgere διοχετεύω την ενεργητικότητά μου σε κάτι==convogliare tutte le proprie energie verso qualcosa

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διοχέτευση δίπατος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---