Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διοχέτευση  
ουσιαστικό θηλυκό

il convoglia`re; canalizzazio`ne ~f~; incanalame`nto ~m~; incanalatu`ra ~f~ διοχέτευση πλαστών χαρτονομισμάτων στην αγορά==l'immissione di banconote false sul mercato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διοχετευμένος διοχετεύω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---