Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διπλαρώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 persone abborda`re; accosta`re; avvicina`re τη διπλάρωσε ένας άγνωστος==è stata accostata da uno sconosciuto
2 marineria accosta`re; abborda`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διπλαρωμένος διπλασιάζομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---