Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιπλανή
ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [διπλανός ^-ού, ο^] 2 σπιτιού vici`na ~f~ di casa 3 scuola compa`gna ~f~ di banco διπλανός επίθετο atti`guo; conti`guo διπλανά γραφεία==uffici attigui διπλανός ουσιαστικό αρσενικό 1 σπιτιού vici`no ~m~ di casa 2 scuola compa`gno ~m~ di banco κυρία, ο διπλανός μου με πειράζει==signora maestra, il compagno di banco mi dà noia permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |