Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διπλασιασμός  
ουσιαστικό αρσενικό

raddoppiame`nto ~m~; raddo`ppio ~m~ διπλασιασμός των προσπαθειών==raddoppiamento degli sforzi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διπλασιασμένος διπλασιαστής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---