Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διορθωτής  
ουσιαστικό αρσενικό

1 corretto`re ~m~
2 tipografia corretto`re ~m~ di bozze

διορθώτρια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [διορθωτής ^-ής, ο^]
2 correttri`ce ~f~
3 tipografia correttri`ce ~m~ di bozze

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διόρθωση διορθωτικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---