Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιορθώνω
ρήμα μεταβατικό 1 συμπληρώνω corre`ggere διορθώνω μια έκθεση==correggere un tema 2 επισκευάζω accomoda`re, ripara`re διορθώνω την τηλεόραση==riparare il televisore 3 aggiusta`re; me`ttere in o`rdine; sistema`re διόρθωσε το χτένισμά σου==sistemati un po’ i capelli! 4 rimedia`re διορθώνω μια αδικία==rimediare ad una ingiustizia 5 persona corre`ggere άδικα προσπαθεί να διορθώσει το γιο του==invano cerca di correggere il figlio permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |