Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διόρθωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 γραπτά correzio`ne ~f~ αυτά τα γραπτά είναι για διόρθωση==questi compiti devono essere corretti
2 τακτοποίηση sistemazio`ne ~f~
3 επισκευή riparazio`ne ~f~ πέταξέ το, δεν παίρνει διόρθωση==buttalo via, non si può riparare
4 ((figurato)) rettificazio`ne ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διορθώνω διορθωτής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---