Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›δίνη

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

δίνη  
ουσιαστικό θηλυκό

tu`rbine ~m~; vo`rtice ~m~ έχασε τους γονείς τον στη δίνη του πολέμου==ha perso i genitori nel vortice della guerra

permalink
‹ δινάριο
δινιτροφαινόλη ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

διμοιρίτης {διμοιριτώ...
διμοιρίτισσα [θηλ.ουσ]
διμορφισμός [ουσ αρσ ]
δίμορφος [επίθ.]
δινάριο [ουσ ουδ.]
δίνη {δινών}
δινιτροφαινόλη [θηλ.ουσ]
δίνομαι Ρ αόρ. έδω...
δίνω {έδωσα (σπ...
διό [επίρ.]
διογκούμαι [ρ. παθ.]
διογκωμένος [επίθ.]
διογκώνομαι [ρ. παθ.]
διογκώνω {διόγκ-ωσα...
διόγκωση {-ης κ. -ώ...
διόγκωσις [θηλ.ουσ]
διόδια {διοδίων}
διόδιο [ουσ ουδ.]
δίοδος {διόδ-ου |...
διοικημένος [επίθ.]


{{ID:DINH100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti