Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιμοιρίτης
ουσιαστικό αρσενικό militare comanda`nte ~m~ di plotone διμοιρίτισσα ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [διμοιρίτης ^-η, ο^] 2 comanda`nte ~f~ di plotone permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |