Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

δεσποτικότατος [επίθ.] δέφω [ρ. μτβ.]
δεσποτικότερος [επίθ.] δέχομαι αόρ. εντικ...
δεσποτικώτατος [επίθ.] δεχόμενος [επίθ.]
δεσποτικώτερος [επίθ.] δεχτός [επίθ.]
δεσποτισμός {χωρ. πληθ... δεψικός [επίθ.]
δέστρα {σπάν. δεσ... δη [επίρ.]
δετός [επίθ.] δηγιέμαι (δηγήθηκα)
Δευτέρα [θηλ.ουσ] δήγμα {δήγμ-ατος...
δευτεραγωνιστής [ουσ αρσ ] δήθεν [επίρ.]
δευτεραγωνίστρια [θηλ.ουσ] δηκτικά [επίρ.]
δευτερευόντως [επίρ.] δηκτικός [επίθ.]
δευτερεύων [επίθ.] δηκτικότατος [επίθ.]
δευτέριο [ουσ ουδ.] δηκτικότερος [επίθ.]
δευτεροβάθμιος [επίθ.] δηκτικότητα [θηλ.ουσ]
δευτερογενής [επίθ.] δηκτικώτατος [επίθ.]
δευτεροετής [επίθ.] δηκτικώτερος [επίθ.]
δευτερόκλιτος [επίθ.] δηλαδή [σύνδ.]
δευτερόλεπτο [ουσ ουδ.] δηλαδή [επίρ.]
δευτερολογία {δευτερολο... δηλητηριάζομαι [ρ. παθ.]
δευτερολογώ {δευτερολο... δηλητηριάζω (δηλητηρί-...
Δευτερονόμιο {jευτερονο... δηλητηρίαση {-ης κ. -ά...
δεύτερος {δευτέρου} δηλητηριασμένος [επίθ.]
δευτερότοκος [επίθ.] δηλητηριαστής [ουσ αρσ ]
δευτέρωμα [ουσ ουδ.] δηλητήριο {δηλητηρί-...
δευτερώνω {δευτέρω-σ... δηλητηριωδέστατος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: