Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδηλητηριάζομαι
ρήμα παθητικό 1 avvelena`rsi 2 intossica`rsi δηλητηριάζω ρήμα μεταβατικό 1 intossica`re η μολυσμένη ατμόσφαιρα δηλητηριάζει τους ζώντες οργανισμούς==l'atmosfera inquinata intossica gli organismi viventi 2 avvelena`re; somministra`re un vele`no τον δηλητηρίασαν, για να μην τους προδώσει==lo hanno avvelenato, affinché non li tradisse 3 ((figurato)) avvelena`re; esacerba`re; rovina`re το μίσος δηλητηρίασε την ψυχή του==l’odio gli ha avvelenato l'anima | τα νέα μού δηλητηρίασαν την πιο όμορφη μέρα της ζωής μου==quella notizia mi ha rovinato la più bella giornata della mia vita permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |