Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδηλητήριο
ουσιαστικό ουδέτερο 1 vele`no ~m~ 2 ((per iperbole)) sapo`re ~m~ ama`ro αυτός ο καφές είναι σκέτο δηλητήριο==questo caffè è amaro come il veleno 3 ((figurato)) vele`no ~m~ τα λόγια της έσταζαν δηλητήριο==le sue parole erano piene di veleno permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |