Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δηλητηρίαση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 avvelename`nto ~m~ η αυτοψία απέδειξε ότι πέθανε από δηλητηρίαση==l’autopsia ha dimostrato che è morto per avvelenamento
2 intossicazio`ne ~f~ δηλητηρίαση από κατάχρηση οινοπνεύματος==intossicazione per abuso di alcol
3 intossicazio`ne ~f~ alimenta`re τροφική δηλητηρίαση από μύδια==intossicazione da cozze
4 ((figurato)) l'amareggia`re
5 ((figurato)) influ`sso ~m~ male`fico; influe`nza ~f~ negati`va

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δηλητηριάζω δηλητηριασμένος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η τροφική δηλητηρίαση = intossicazione [θηλ.] alimentare


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---