Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δηκτικός  
επίθετο

morde`nte; morda`ce; ca`ustico δηκτική παρατήρηση==osservazione mordace

δηκτικότατος
επίθετο

superlativo di [δηκτικός]

δηκτικότερος
επίθετο

comparativo di [δηκτικός]

δηκτικώτατος
επίθετο

superlativo di [δηκτικός]

δηκτικώτερος
επίθετο

comparativo di [δηκτικός]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δηκτικά δηκτικότητα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---