Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
δηλητηριαστής
ουσιαστικό αρσενικό
avvelenato`re ~m~
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< δηλητηριασμένος
δηλητήριο >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
δηλαδή
[επίρ.]
δηλητηριάζομαι
[ρ. παθ.]
δηλητηριάζω
(δηλητηρί-...
δηλητηρίαση
{-ης κ. -ά...
δηλητηριασμένος
[επίθ.]
δηλητηριαστής
[ουσ αρσ ]
δηλητήριο
{δηλητηρί-...
δηλητηριωδέστατος
[επίθ.]
δηλητηριωδέστερος
[επίθ.]
δηλητηριώδης
{δηλητηριώ...
δηλονότι
[επίρ.]
δηλοποιημένος
[επίθ.]
δηλοποίηση
[θηλ.ουσ]
δηλοποιώ
{δηλοποιεί...
δήλος
[επίθ.]
δηλωμένα
[επίρ.]
δηλωμένος
[επίθ.]
δηλών
[ουσ αρσ ]
δηλώνω
{δήλω-σα, ...
δηλώνων
[ουσ αρσ ]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis