Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δηλητηριωδέστατος
επίθετο

superlativo di [δηλητηριώδης]

δηλητηριωδέστερος
επίθετο

comparativo di [δηλητηριώδης]

δηλητηριώδης  
επίθετο

1 veleno`so
2 to`ssico

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δηλητήριο δηλονότι  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το δηλητηριώδες μανιτάρι = fungo [αρσ.] velenoso


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---