GrecoItaliano


δηλητηριώδης  
επίθετο

1 veleno`so
2 to`ssico

δηλητηριωδέστερος
επίθετο

comparativo di [δηλητηριώδης]

δηλητηριωδέστατος
επίθετο

superlativo di [δηλητηριώδης]

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το δηλητηριώδες μανιτάρι = fungo [αρσ.] velenoso



Sfoglia il dizionario




{{ID:DHLHTHRIWDHS100}}
---CACHE---