Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δεσποτισμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 dispoti`smo ~m~
2 arbi`trio ~m~; prepote`nza ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δεσποτικώτερος δέστρα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---