Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΔευτέρα
ουσιαστικό θηλυκό lunedì ~m~ Καθαρά Δευτέρα==primo lunedì di quaresima | Μεγάλη Δευτέρα==lunedì santo | Δευτέρα του Πάσχα (ή της Διακαινησίμου) ==lunedì dell' Angelo, pasquetta permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |