Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Δευτέρα  
ουσιαστικό θηλυκό

lunedì ~m~ Καθαρά Δευτέρα==primo lunedì di quaresima | Μεγάλη Δευτέρα==lunedì santo | Δευτέρα του Πάσχα (ή της Διακαινησίμου) ==lunedì dell' Angelo, pasquetta

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δετός δευτεραγωνιστής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---