Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδέχομαι
ρήμα παθητικό 1 rice`vere δέχομαι ένα δώρο==ricevere un regalo | δέχομαι ένα τηλεφώνημα==ricevere una telefonata 2 αποδέχομαι accetta`re δέχθηκε τους όρους μου==ha accettato le mie condizioni 3 accetta`re; acco`gliere δε δέχεται επισκέψεις==non accetta visite | δέχομαι κάποιον με ανοιχτές αγκάλες==accogliere qualcuno a braccia aperte 4 rice`vere; dare udie`nza ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δέχθηκε τους ξένους ηγέτες==il Presidente della Repubblica ha dato udienza ai capi di stato stranieri 5 perme`ttere δε δέχομαι τέτοιες προσβολές από σένα==non ti permetto di offendermi cosi permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |