Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αποστρέφομαι ipf αποστρ... αποσυνθέτομαι μππ. και α...
αποστρέφω (απόστρ-εψ... αποσυνθέτω ipf αποσύν...
αποστρογγυλεμένος [επίθ.] αποσυντεθειμένος [επίθ.]
αποστροφή {χωρ. πληθ... αποσυντεθείς [επίθ.]
απόστροφος {αποστρόφ-... αποσυντίθεμαι 3sg αποσυν...
αποσυμπιέζω [ρ. μτβ.] αποσυντιθέμενος [επίθ.]
αποσυμπίεση {-ης κ. -έ... αποσυρμένος [επίθ.]
αποσυμπλέκω [ρ. μτβ.] αποσύρομαι ipf αποσυρ...
αποσυμφορημένος [επίθ.] αποσυρόμενος [επίθ.]
αποσυμφόρηση {-ης κ, -ή... απόσυρση {-ης κ. -ύ...
αποσυνάγωγος [επίθ.] αποσύρω aor απόσυρ...
αποσυναρμολογημένος [επίθ.] αποσυσκευάζω {αποσυσκεύ...
αποσυναρμολόγηση [θηλ.ουσ] αποσφραγίζω (αποσφράγ-...
αποσυναρμολογήσιμος [επίθ.] αποσφραγισμένος [επίθ.]
αποσυναρμολογώ {αποσυναρμ... αποσχηματισμένος [επίθ.]
αποσυνδεδεμένος [επίθ.] αποσχηματισμός [ουσ αρσ ]
Αποσυνδεθείς [επίθ.] αποσχίζομαι {αποσχίσ-τ...
αποσυνδεμένος [επίθ.] αποσχίζω (απόσχ-ισα...
αποσυνδέομαι aor αποσυν... απόσχιση {-ης κ. -ί...
αποσύνδεση {-ης κ. -έ... απόσχολα [επίρ.]
αποσυνδέω (αποσύνδ-ε... αποσωμένος [επίθ.]
αποσυνθεμένος [επίθ.] αποσώνω (απόσ-ωσα,...
αποσύνθεση [-εις] η, ... αποσωσμένος [επίθ.]
αποσυνθέσιμος [επίθ.] αποταγμένος [επίθ.]
αποσυνθετικός [επίθ.] απότακτος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: