Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
αποσυρόμενος
επίθετο
participio passato del verbo
[αποσύρω]
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< αποσύρομαι
απόσυρση >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αποσυντεθείς
[επίθ.]
αποσυντίθεμαι
3sg αποσυν...
αποσυντιθέμενος
[επίθ.]
αποσυρμένος
[επίθ.]
αποσύρομαι
ipf αποσυρ...
αποσυρόμενος
[επίθ.]
απόσυρση
{-ης κ. -ύ...
αποσύρω
aor απόσυρ...
αποσυσκευάζω
{αποσυσκεύ...
αποσφραγίζω
(αποσφράγ-...
αποσφραγισμένος
[επίθ.]
αποσχηματισμένος
[επίθ.]
αποσχηματισμός
[ουσ αρσ ]
αποσχίζομαι
{αποσχίσ-τ...
αποσχίζω
(απόσχ-ισα...
απόσχιση
{-ης κ. -ί...
απόσχολα
[επίρ.]
αποσωμένος
[επίθ.]
αποσώνω
(απόσ-ωσα,...
αποσωσμένος
[επίθ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis