Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποσύρομαι
ρήμα παθητικό

ritirarsi; appartarsi αποσύρθηκε από την ενεργό δράση==si ritirò dal servizio attivo | τα νερά αρχίζουν να αποσύρονται==le acque cominciano a ritirarsi | αποσύρομαι σε ένα μοναστήρι==ritirarsi in un monastero

αποσύρω  
ρήμα μεταβατικό

1 ritira`re; ritra`rre ο εχθρός απέσυρε το στράτευμά του==il nemico ha ritirato le sue truppe
2 banca ritira`re; preleva`re; chiu`dere un conto αποσύρω τις καταθέσεις μου από την τράπεζα==prelevare dalla banca l'intera somma del conto
3 ritira`re; to`gliere αποσύρω νομοσχέδιο==ritirare un disegno di legge | αποσύρω βιβλίο από την κυκλοφορία==ritirare un libro dalla circolazione | αποσύρω φάρμακο από την κυκλοφορία==ritirare una medicina dalla circolazione | αποσύρω νόμισμα από την κυκλοφορία==ritirare una moneta dalla circolazione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποσυρμένος αποσυρόμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---