Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποσχίζομαι
ρήμα παθητικό

stacca`rsi; distacca`rsi ομάδα διαφωνούντων αποσχίστηκε από το κόμμα==un gruppo di dissidenti si è staccato dal partito

αποσχίζω  
ρήμα μεταβατικό

1 sci`ndere
2 separa`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποσχηματισμός απόσχιση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---