Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποταμιευτής
ουσιαστικό αρσενικό 1 economizzato`re ~m~ 2 risparmiato`re ~m~ 3 versa`nte ~m~ αποταμιεύτρια ουσιαστικό θηλυκό femminile di [αποταμιευτής ^-ή, ο^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |