Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποτελειώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 completa`re; ultima`re; porta`re a te`rmine; fini`re del tutto
2 finire qualcuno; dare il colpo di grazia τον αποτέλειωσε με μια μαχαιριά==l'ha finito con una coltellata

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποτελειωμένος αποτελείωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---