GrecoItaliano


αποτελεσματικότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

effica`cia ~f~

αποτελεσματικότης
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [αποτελεσματικότητα]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:APOTELESMATIKOTHTA100}}
---CACHE---