Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποτελούμαι
ρήμα παθητικό

consi`stere; compo`rsi di; e`ssere compo`sto (di; da) η επιτροπή αποτελείται από πέντε μέλη==la commissione è costituita da cinque membri | από πόσα άτομα αποτελείται η οικογένειά σου;==di quante persone è composta la tua famiglia? | το έργο αποτελείται από δέκα τόμους==l'opera si compone di dieci volumi

αποτελώ  
ρήμα αμετάβατο

1 compo`rre; forma`re μόνο τρεις άνθρωποι αποτελούν την κριτική επιτροπή==solo tre persone compongono la giuria
2 costitui`re η πράξη δεν αποτελεί αδίκημα==il fatto non costituisce reato | η συμπεριφορά τους αποτελεί βαριά προσβολή της ηθικής==il loro comportamento costituisce una grave offesa alla morale
3 fare parte αποτελώ μέρος ==fare parte | οι βομβιστικές ενέργειες αποτελούν μέρος σχεδίου για αποσταθεροποίηση==gli attentati dinamitardi fanno parte di un piano di destabilizzazione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποτελμάτωση αποτελούμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---