Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποτελματώνομαι
ρήμα παθητικό 1 acque ristagna`re; stagna`re 2 ((figurato)) ristagna`re; arena`rsi αποτελματώθηκαν οι διαπραγματεύσεις==le trattative si sono arenate 3 ((figurato)) ammuffi`re; vegeta`re έχει αποτελματοθεί σε μια επαρχιακή κωμόπολη==vegeta in una cittadina di provincia permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |