Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαποτέφρωση
ουσιαστικό θηλυκό 1 incenerime`nto ~m~ 2 cadavere incenerazio`ne ~f~; cremazio`ne ~f~ permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη αποτέφρωση σκουπιδιών = smaltimento [αρσ.] rifiuti Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |