Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποτίμηση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 apprezzame`nto ~m~; valutazio`ne ~f~; stima ~f~ αποτίμηση εμπορευμάτων==stima delle merci
2 ((per estensione)) valutazio`ne ~f~ λείπει μια συνολική αποτίμηση του συγγραφικού του έργου==manca una valutazione complessiva della sua produzione letteraria

αποτίμησις
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [αποτίμηση ^-ης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποτιμημένος αποτιμητής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---